-
1 свинец
-нца α.1. μόλυβδος, μολύβι.2. μτφ. σφαίρα, βολίδα, βόλι.εκφρ.свинец на душе, на сердце – βάρος (άχθος) στην ψυχή, στην καρδιά•лечь -цом на душу, на сердце – κάθομαι βάρος στην ψυχή, στην καρδιά•голова как -цом налита – το κεφάλι μου είναι βαρύ σαν μολύβι (πάσχει από βαρυαλγία).